- ταυτοούσιος
- -ον, Μβλ. ταὐτούσιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
тождесущественный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (ταυτοούσιος) имеющий то же с кем л. существо… … Словарь церковнославянского языка
ταυτούσιος — και ασυναίρ. τ. ταὐτοούσιος, ον, ΜΑ ομοούσιος, αυτός που είναι τής ίδιας ουσίας με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + ούσιος (< οὐσία), πρβλ. ὁμο ούσιος] … Dictionary of Greek